- ευρεσιλογία
- εὐρεσιλογία, ἡ (Α)βλ. ευρησιλογία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ευρησιλογία — εὑρησιλογία και εὑρεσιλογία, ἡ (ΑΜ) [ευρησίλογος] η ικανότητα να βρίσκει κάποιος έξυπνη ερμηνεία ή έξυπνα επιχειρήματα για κάτι αρχ. 1. φρ. «εὑρησιλογίαν ἔχειν» (για φαινόμενο) το να επιδέχεται έξυπνη ερμηνεία 2. ικανότητα στον σχηματισμό… … Dictionary of Greek
ԲԱՆԱԳՏՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 433 Chronological Sequence: 6c, 8c գ. εὐρεσιλογία sollertia in inveniendis verbis Գիւտ պատտճառանաց. հայթայթանք բանից. հնարք. ճարտարութիւն. *Բանագտութեամբ իմն հաւանեցուցանել. Նիւս. կազմ.: *Վասն չարահնար իմաստակութեան բանագտութեանն:… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)